βούρκος — και βούλκος, ο, πληθ. οι βούρκοι και βούλκοι, τα βούρκα και βούλκα και βούλουκα (Μ βοῡρκος, ο) λάσπη, βόρβορος νεοελλ. ηθικός βόρβορος, ανηθικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς < μσν. βούρκος, πιθ. < αρχ. *βρυξ, αιτ. βρύχα «πυθμένας… … Dictionary of Greek
βούρκος — ο πληθ. βούρκοι, οι, και βούρκα, τα 1. βρομερή, νερουλή λάσπη: Στα γουρούνια αρέσει να κυλιούνται στο βούρκο. 2. μτφ., η ηθική κατάπτωση, η σαπίλα: Από τότε που έφυγε από την πατρική στέγη κυλίστηκε στο βούρκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρικόλακας — ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας 1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς 2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους 3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και … Dictionary of Greek
αβούρκωτος — η, ο 1. (για νερό) αθόλωτος, καθαρός 2. (για μάτια) αδάκρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουρκώνω < βούρκος] … Dictionary of Greek
αμάρευμα — ἀμάρευμα, το (Α) [ἀμαρεύω] (και μτφ.) το ακάθαρτο νερό τών οχετών, βούρκος, βόρβορος 2. οχετός λόγων, αισχρολογίες … Dictionary of Greek
βουρκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 94 κάτ.) της Κέας (Τζια). Βρίσκεται στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. * * * το [βούρκος] περιοχή με βούρκο … Dictionary of Greek
βουρκώνω — και βουλκώνω (Μ βουρκώνω και βουλκώνω) [βούρκος, βούλκος] Ι. 1. (για τα μάτια) γίνομαι θολός από τα δάκρυα 2. θλίβομαι, λυπάμαι II. βουρκώνομαι νεοελλ. 1. θολώνομαι, ταράζομαι 2. εξοργίζομαι, αγανακτώ III. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) βουρκωμένος, η … Dictionary of Greek
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek
καταβορβορώ — καταβορβορῶ, όω, (Α) λερώνω με λάσπες, καταλασπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορβορῶ (< βόρβορος «βούρκος»)] … Dictionary of Greek
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek